-όνιο

-όνιο
(I)
σύνηθες επίθημα ονομασιών χημικών στοιχείων και ενώσεων (πρβλ. αντιμόνιο, αλφόνιο).
————————
(II)
και -ώνιο
επίθημα όρων τής χημείας που δηλώνει ένα θετικά φορτισμένο σύμπλοκο ιόν (πρβλ. φωσφόνιο, αμμώνιο, οζώνιο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νουκλεόνιο — το φυσ. καθένα από τα δύο υποατομικά σωματίδια που αποτελούν κύρια συστατικά τών ατομικών πυρήνων και που είναι το πρωτόνιο και το νετρόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nucleon < nucle (< γαλλ. nucle < λατ. nucleus …   Dictionary of Greek

  • ταχυόνιο — το, Ν φυσ. υποθετικό υποατομικό σωματίδιο, το οποίο κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα τού φωτός στο κενό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachyon < ταχύς + κατάλ. όνιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”